- στεγολοφόδους
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ελεφάντων τής τάξης τών προβοσκιδοειδών, που έζησε από το μειόκαινο ώς το ανώτερο πλειστόκαινο στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική και είναι προγονική μορφή τού γένους στεγόδους.
Dictionary of Greek. 2013.